γέρρον

γέρρον
γέρρον, το (Α)
1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς
2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού
3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας
4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας κατασκευασμένη από «γέρρα»
5. πάσσαλος, παλούκι
6. το ανδρικό μόριο
7. πληθ. γέρρα, τα
ψαθωτά περιφράγματα ή παραπήγματα με καλάμια τών καταστημάτων τής αθηναϊκής αγοράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γέρρον προήλθε από *γέρσον (ινδοευρ. *ĝerso-m < ρίζα ĝers- «στρέφω, στρίβω, λυγίζω»), γεγονός που πιστοποιείται από τις «γλώσσες» τού Ησύχ. «γάρσανα
φρύγανα» και «γάρρα
ράβδος», όπου απαντά η ασθενής βαθμίδα τής αρχικής ρίζας. Στην ίδια ρ. *gers- ανάγονται και τα αρχ. νορβ. kiarr «χαμόκλαδα», αρχ. σουηδ. kiœrr, νέο σουηδ. ka?rr «τέλμα, έλος» (γερμ. *kerzά). Το λατ. gerrae («καλαμωτά περιφράγματα
ασήμαντα πράγματα, ανοησίες») αποτελεί δάνειο από το γέρρα, πληθ. τού γέρρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γέρρον — anything made of wicker work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γέρρον — Γέρρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρω — γέρρον anything made of wicker work neut nom/voc/acc dual γέρρον anything made of wicker work neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρα — γέρρον anything made of wicker work neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρροιν — γέρρον anything made of wicker work neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρροις — γέρρον anything made of wicker work neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρροισι — γέρρον anything made of wicker work neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρου — γέρρον anything made of wicker work neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρων — γέρρον anything made of wicker work neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρῳ — γέρρον anything made of wicker work neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”